βροντᾶι

βροντᾶι
βροντᾷ , βροντάω
thunder
pres subj mp 2nd sg
βροντᾷ , βροντάω
thunder
pres ind mp 2nd sg (epic)
βροντᾷ , βροντάω
thunder
pres subj act 3rd sg
βροντᾷ , βροντάω
thunder
pres ind act 3rd sg (epic)
βροντᾷ , βροντάζω
fut ind mid 2nd sg (epic)
βροντᾷ , βροντάζω
fut ind act 3rd sg (epic)
βροντᾷ , βροντή
thunder
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βρονταί — βροντή thunder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PINNA — I. PINNA Hebr. Gap desc: Hebrew, an per sermonis compendium, quasi spina fossaria, quia his quasi spinis aquam fodit piscis et sulcat? Graecis πτερύγιον, ab alarum similitudine. Ut enim pulse aeris feruntur alae et ferunt, ita promovent pisces,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βαρύβρομος — βαρύβρομος, ον (Α) εκείνος που βροντά βαριά, δυνατά («βαρύβρομοι βρονταί», «βαρύβρομον κῡμα», «βαρύβρομα τύμπανα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βρόμος «ισχυρός κρότος»] …   Dictionary of Greek

  • διατελής — διατελής, ές (Α) 1. αδιάκοπος, συνεχής («διατελεῑς βρονταί») 2. διαρκής, μόνιμος («τυραννίδες διατελεῑς») 3. αιώνιος («ἀρετὴ διατελής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τελής < τέλος*] …   Dictionary of Greek

  • περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… …   Dictionary of Greek

  • προσεξάπτω — Α 1. εξάπτω, ανάβω περισσότερο («βρονταὶ σκληραὶ προσεξαπτομένης ἀστραπῆς», Ιώσ.) 2. μτφ. διεγείρω περισσότερο («προσεξῆψαι τὴν ὀργήν», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • συνθηματίζω — Μ [σύνθημα, ατος] 1. δίνω το σύνθημα για να αρχίσει κάτι («αἱ βρονταὶ εἶεν ἂν κατὰ σάλπιγγας μάχην συνθηματιζούσας», Ευστ.) 2. μέσ. συνθηματίζομαι συμφωνώ για κάτι, το ορίζω («παιδιᾱς ἡμέραν συνθηματίζεται δι ἀσιδήρων δορατισμῶν», Νικ. Χων.) …   Dictionary of Greek

  • σύμφυλος — ον, ΝΜΑ (για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος («αἱ μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σύμφυλα ζωολ. ομοταξία αρθροπόδων που ανήκουν στο υποφύλο μυριάποδα μσν. αρχ. (για πνευματική ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”